καινόφωνος — new sounding masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινόφωνον — καινόφωνος new sounding masc/fem acc sg καινόφωνος new sounding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοφώνους — καινόφωνος new sounding masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινόφωνα — καινόφωνος new sounding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινόφωνοι — καινόφωνος new sounding masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καινοφωνώ — (Μ καινοφωνώ, έω) [καινόφωνος] μιλώ με ασυνήθιστο τρόπο, μεταχειρίζομαι νέες ή παράδοξες λέξεις ή εκφράσεις στην ομιλία μου … Dictionary of Greek
καινός — ή, ό (AM καινός, ή, όν) αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται για πρώτη φορά, νέος, καινούργιος («θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι», Σοφ.) 2. φρ. «Καινή Διαθήκη» (σε αντιδιαστολή με την Παλαιά Διαθήκη) το βιβλίο που περιέχει τα ιερά βιβλία τής… … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek
ՆՈՐԱՁԱՅՆ — ( ) NBH 2 0443 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա. καινόφωνος, ξενός, όν novus, insolens. Նոր իմն բարբառեալ. անլուր. օտար. *Խոտորեալ ʼի պղծոց, եւ ʼի նորաձայն բանից. ՟Ա. Տիմ. ՟Զ. 20: գ. գ. Իբր ՆՈՐԱՁԱՅՆՈՒԹԻՒՆ. *Արդ զի՞նչ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)